στάζω

στάζω
ΝΜΑ
1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ.
γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ.
δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.)
2. αφήνω να χύνονται σταγόνες (α. «η βρύση στάζει» β. «τῶν νεωρίων ἐπεσκευάσθαι τὰ στάζοντα», Αιν.)
3. (αμτβ.) διαρρέω, ρέω, χύνομαι στάλα στάλα (α. «στάζει το νερό» β. «ὕδωρ ὀλίγον φαινόμενον ἐκ πέτρης στάζει ἐς ἄγκος», Ηρόδ.
γ. «στάζει... φοίνιον τόδ'... αἷμα», Σοφ.)
4. (για οικήματα) έχω χαλασμένη στέγη, είμαι σαθρός
νεοελλ.
φρ. α) «στάζει το χείλι μου φαρμάκι» — έχω υποστεί πολλά βάσανα
β) «στάζει η μύτη μου φαρμάκι» — ή «στάζω φαρμάκι» — είμαι δύστροπος και κακοπροαίρετος
γ) «σιγά μη στάξει η ουρά τού γαϊδάρου» ή «...μη στάξει η ουρίτσα τού ποντικού» — λέγεται για εκείνους που προσέχουν ασήμαντες λεπτομέρειες ενώ συνήθως αγνοούν τα σοβαρά
δ) «τὸν έχω μη στάξει και μη βρέξει» — τὸν προσέχω πάρα πολύ, τόν περιποιούμαι ιδιαίτερα
αρχ.
(για πολύ ώριμους καρπούς) πέφτω κάτω στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αγνωστης ετυμολ. Το ρ. στάζω (< *στάγ-) και το προσηγορικό σταγ-ών παρουσιάζουν παράλληλα σχηματισμό με τα τρύζω-τρυγ-ών. Η σύνδεση τών τ. με τα λατ. stāgnum «τέλμα, έλος» και αρχ. βρεττ. staer «ποτάμι» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στάζω — drop pres subj act 1st sg στάζω drop pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάζω — στάζω, έσταξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. στάζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στάζω — έσταξα, στάχτηκα, σταγμένος 1. μτβ., και αμτβ., χύνω ή πέφτω σταγόνα σταγόνα: Μου έσταξες λάδι στο πουκάμισο. – Στάζει αίμα η πληγή. – Στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό του. 2. για κάτι που περιέχει μέσα του ένα υγρό που χύνεται σταγόνα σταγόνα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάζον — στάζω drop pres part act masc voc sg στάζω drop pres part act neut nom/voc/acc sg στάζω drop imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στάζω drop imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάζετε — στάζω drop pres imperat act 2nd pl στάζω drop pres ind act 2nd pl στάζω drop imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάζῃ — στάζω drop pres subj mp 2nd sg στάζω drop pres ind mp 2nd sg στάζω drop pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάξαι — στάζω drop aor imperat mid 2nd sg στάζω drop aor inf act στάξαῑ , στάζω drop aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάξον — στάζω drop aor imperat act 2nd sg στάζω drop fut part act masc voc sg στάζω drop fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάξουσιν — στάζω drop aor subj act 3rd pl (epic) στάζω drop fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στάζω drop fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάξω — στάζω drop aor subj act 1st sg στάζω drop fut ind act 1st sg στάζω drop aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”